- ίλυμα
- ἴλυμα, τὸ (Α)καθίζημα, κατακάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. ἰλύς και λύμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰλύματα — ἴλυμα sediment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλύς — η (ΑΜ ἰλύς, ύος) 1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών 2. κατακάθι, καθίζημα αρχ. ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu «λάσπη μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ … Dictionary of Greek